καταδικάσιμος

καταδικάσιμος
-η, -ο (Α καταδικάσιμος, -ον) [καταδικάζω]
άξιος να καταδικαστεί
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καταδικάσιμο(ν)
δικαστική διαδικασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”